- πάθει
- πάθοςthat which happensneut nom/voc/acc dual (attic epic)πάθεϊ , πάθοςthat which happensneut dat sg (epic ionic)πάθοςthat which happensneut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Страдание или уплата — • Παθει̃ν ή α̉ποτι̃σαι, см. Iudicium, Судопроизводство, 15 … Реальный словарь классических древностей
Fass ohne Boden — Pi Inhaltsverzeichnis 1 πάθει μάθος 2 Παθήματα μαθήματα … Deutsch Wikipedia
David Myatt — Abdul Aziz ibn Myatt after his conversion to Islam in 1998, wearing a Thawb and a Taqiyah (cap) (aka Kufi). David Myatt, (born 1950) also known as David Wulstan Myatt[1] and formerly known as Abdul Aziz ibn Myatt[2] is the founder of The Numinous … Wikipedia
ασινής — ἀσινής, ές (Α) 1. ο αβλαβής, αυτός που δεν έχει πάθει βλάβη 2. (για πράγματα) αυτός που δεν έχει πάθει φθορά 3. ο μη βλαβερός, αυτός που δεν προξενεί βλάβη 4. αυτός που προφυλάσσει από τη βλάβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σινής < σίνος «βλάβη,… … Dictionary of Greek
Ignacio de Antioquía — San Ignacio de Antioquía Icono que represent … Wikipedia Español
Sófocles — Sófocles … Wikipedia Español
СУДОПРОИЗВОДСТВО — • Iudicium, процесс. a) Аттическое (ср. Meier Schömann, der attische Process, 1824, вновь изд. Липсиусом, 1883; E. Platner, Beiträge zur Kenntniss des attischen Rechts, 1820 и der Process und die Klagen bei den Attikern, 1824 … Реальный словарь классических древностей
-γος — [ΕΤΥΜΟΛ. Κατάληξη συνθέτων στερητικών επιθέτων με παθητική σημασία που δηλώνουν εκείνον που δεν έχει πάθει ό,τι εκφράζει το ρήμα. Το επίθημα σε γος εμφανίστηκε αρχικά σε επίθετα προερχόμενα από ουσιαστικά ή ρήματα που έχουν το γ στο θέμα τους… … Dictionary of Greek
άκαυστος — η, ο και άκαυτος, η, ο (Α ἄκαυστος, ον) 1. αυτός που δεν έχει πυρποληθεί, δεν έχει καεί 2. εκείνος που δεν μπορεί να καεί νεοελλ. 1. αυτός που δεν έχει πυρακτωθεί από τη φωτιά 2. μτφ. εκείνος που δεν έχει πάθει καμιά συμφορά 3. «άκαυτο μέλι» μέλι … Dictionary of Greek
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek